Wednesday, August 24, 2011

Χαρούμενα γενέθλια


Κλείνω το φως και πέφτω στο κρεβάτι μου,αύριο έχω δουλειές να κάνω.Και σήμερα είχα αλλα μου φαινόταν ακατόρθωτο να ανοίξω τα μάτια μου.Όσο δύσκολο είναι να τα κλείσω το βράδυ τόσο πιο δύσκολο να τα ανοίξω το πρωί.Το φως του ήλιου με νανουρίζει και συνάμα σκοτώνει τις σκιές που δεν με αφήνουν να κοιμηθώ.Καταραμένες και άτυχες σκιές που παίρνουν την μορφή του,κάθονται δίπλα μου και με κοιτάνε.Αν κλείσω τα μάτια μου τότε όλα ζωντανεύουν και στο μυαλό μου,φωτογραφίες που αρχίζουν να κινούνται.Η λύση είναι να ξαπλώνω μπρούμυτα με το κεφάλι στο μαξιλάρι,η ημέρα ξημερώνει και σιγά σιγά η κούραση μου γίνεται το υπνωτικό μου χάπι.Ένα εισιτήριο σε έναν ύπνο βαθύ.Ούτε όνειρα ούτε τίποτα.
Τα τηλέφωνα χτυπάνε αλλά σχεδόν ποτέ δεν τα σηκώνω.Ο κόσμος με εκνευρίζει,με εκνευρίζει να λέω καλημέρα και να απαντάω ότι είμαι καλά.
Ναι είμαι καλά.
Μεγαλώνω όσο μεγαλώνει και μια γλάστρα με πλαστικά φυτά,κακόγουστη που εξωτερικά είναι πάντα ίδια αλλά με τον καιρό θαμπώνει όλο και πιο πολύ,μαζεύει σκόνη και παρότι πλαστικό μαραζώνει , κουβαλάει μια μιζέρια πάνω της που στο τέλος την πετάνε.
Σήμερα έχω γενέθλια,το γιορτάζω με πέντε λεπτά τηλεόρασης και έναν καφέ που θα κάνει τον ύπνο μου ακόμη πιο δύσκολο. 19 χρόνια μα κάπου έχω χάσει κάποια.Ίσως να τα βρω στο κουτί με τις φωτογραφίες ίσως και να μην μπω καν στο κόπο.Μπαίνω για μπάνιο,η πιο έντονη στιγμή της ημέρας,βλέπεις άρχιζω πάντα το μπάνιο μου με πολύ ζεστό νερό και το τελειώνω με τέρμα παγωμένο.Ο σωματικός πόνος δεν είναι τίποτα στον ψυχικό.Το σώμα έχει πάψει να αντιδρά ,η ψυχή όμως; Πως σταματά να αντιδρά; Η επιστήμη δεν έχει προχωρήσει τόσο τελικά.
Τελειώνω το μπάνιο μου και είναι όλοι μαζεμένοι για να κόψουμε την τούρτα.Ολοι. Ναι όλοι όσοι δεν θα ήθελα να είναι αλλά πρέπει να συμβιβαστώ.Σβήνω 25 κεράκια και μετράω στα δάχτυλα μου πόσα χρόνια έχω χάσει.Φοράω το καλύτερο χαμόγελο μου και έτσι η μέρα περνάει το βράδυ έρχεται και η σκιά του είναι πάλι εκεί να με περιμένει, μερικές φορές γελάει ειρωνικά αλλά σήμερα δεν την ακούω. Κλείνω τα μάτια και ζωντανεύω τις στιγμές , ένα ακόμη δώρο στον εαυτό μου.
Υπενθυμίζω στον εαυτό μου αύριο να ξεσκονίσω την γλάστρα και να βρω το κουτί με τις φωτογραφίες.

Thursday, June 30, 2011

Καββαδία Παναγιώτα (41090108)
thesis 95We are waking up and linking to each other. We are watching. But we are not waiting.
Οι καταναλωτές έχουν την δύναμή.Πλέον γνωρίζουν τις "τακτικές"του μάρκετινγκ και της διαφήμισης και μπορούν και αντεπιτίθονται σε ότι προσβάλει την νοημοσύνη τους.
Είναι ενα παιχνίδι που παίζεται χρόνια τώρα μόνο που οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και την δύναμη την έχει ο καταναλωτής.

Friday, May 27, 2011

It smells like moon on a rainy day


Δεν μπορούσα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ,αναζήτησα το κινήτο μου δίπλα στο κομοδίνο και μέσα στο σκοτάδι η φωτεινή του οθόνη έδωσε έναν τόνο μελαγχολίας στο άδειο δωμάτιο.
Κάλεσα το νουμερό του κάθως ήταν το ατομό στο οποίο ήθελα να μιλήσω.
"Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει το κινητό του απενεργοποιημένο,αφήστε το μηνυμά σας με τα τον χαρακτηριστικό ήχο.."

-Που είσαι?Μου έλειψες αρκετά..βασικά το αρκετά είναι λίγο απλα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι η απουσία σου αυτή..είναι πιο έντονη απο την αισθηση της λύπης ή οποιαδηποτε αίσθηση.Σε κανέναν δεν μπορώ να το πώ
Είσαι καλά,τρώς καλά,χαμογελάς?Πάει μια εβδομάδα απο τότε που έφυγες και θέλω να σε δω όσο πιο σύντομα γίνεται,το ξερω ειναι δύσκολο αλλά ίσως να το προσπαθήσω να ξεφύγω αυρίο ή καλύτερα σήμερα,όσο πιο σύντομα τοσό το καλύτερο.
Είμαι σίγουρη οτί ποτέ δεν θα ακούσεις αυτο το μήνυμα,παντα το ξεχνάς ..αλλά δεν πειράζει αφου συντομα θα σε βρώ,η αλήθεια είναι οτι φοβάμαι να έρθω εκεί αλλά ξέρω πως δεν θα αφήσεις να γίνει τίποτε κακό ετσί?
Ξέρεις μόλις συναντηθούμε θέλω να να πάμε εκεί που πήγαμε την περασμένη ανοιξή,κοντά στην λίμνη,συγνωμη που δεν θυμάμαι το όνομα αλλα ξεχνάω εύκολα αυτές τις μέρες.Η μήτερα παραπονίεται , μου λεει οτι τώρα πρέπει να προσέχω τον εαυτό μου.
Α..τι έλεγα?Ναι ναι,θέλω να πάμε εκεί,λέω να φορέσω το ρόζ φόρεμα που είχαμε παρεί μαζί,να κάνω κάτι διαφορετικό,τελικά είχες δίκιο είχα όντως πολλά μαυρόρουχα στην ντουλάπα μου,αλλα το κατάλαβα μόλις τώρα.Για αυτό θα φορέσω κατί ανοιχτό.
Θα γίνω πολύ όμορφη,για να σου αρέσω,για να με έρωτευτείς για ακόμα δυο ζωές και παραπάνω.Χαχαχαχα ξέρω ήδη οτι μαγαπάς ,και συγνωμή που τα λέω αυτά αλλα είναι γιατί μου λείπεις πολύ.
Τα βραδια δεν μπορώ να κοιμηθώ,σκεφτομαί δίαφορα που έχουμε ζήσει,μία γελάω μια κλαίω.Μου έρχεται το πρόσωπο σου στο μυαλό ,και τα χείλη σου,νιώθω το χέρι σου στα μαλλιά μου,στα χείλη μου ,στο σωμά.Ξέρω οτι δεν πρέπει να τα λέω αυτά..το ξέρω.Μερικές φορές φοβάμαι ,θέλω να έιμαι μαζί σου ακόμη και αν ο ουρανός ντραπεί για μας και χωρήστει στα δύο.Ξέρω και πάλι όμως οτι θα είμαστε μαζί~
Θα σε δώ και θα σ αγκαλίασω και θα φιλήσω τα μάτια σου και θα περπατήσουμε χερί χερί όπως όταν ήμασταν μικρά.Θυμάσαι τότε που καθόμουν στην βρόχη για να κάνω παρέα στο γατακί,άυτό όμως φοβήθηκε και έφύγε και άρχισε να τρέχει και γώ το κυνήγαγα και σύ εμένα γιατί νόμιζες οτι παίζω.Νόμιζω τότε γνωρίστικαμε αν και έγω πιστεύω πως σε ήξερα πριν ακόμη γεννηθω.Είναι η μοίρα μας αυτή~Πάω να ετοιμάστω τώρα,για να μαι όσο πιο ωραία γίνεται,ανυπομονώ πολύ να σε δώ.Λίγο ακόμα και θα είμαστε μαζί.Γεία σου.Τα λέμε σύντομα.
Εκλεισα το κινήτο και πήγα να βάλω το φόρεμα μου,χτένισα τα μαλλία μου και έβαλα λίγο ρουζ στα μαγουλά μου.Υστερα έφτιαξα την τσάντα μου και πλέον ήμουν έτοιμη.Χαμογέλασα,επιτέλους ένιωθα ήρεμια,και ένα καρδιοχτύπι γιατί θα τον έβλεπα..δεν είχε περάσει καιρός αλλά έπρεπε να τον βρώ.



-Καημένο μητέρα πρώτα ο γίος και τώρα η κόρη,λένε οτι την βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι,κραταγε το κινητό στο χέρι,και ήταν ντυμένη με τα καλά της ρούχα,είχε βγάλει και τα μαύρα ρούχα,μια εβδομάδα μετα τον θάνατο του αδερφού της.
-Ηταν συνέχεια μαζί..Θελανε να αναπληρώσουν την χαμένη ώρα ήταν μωρά όταν τα χωρήσανε..
-Ξέρεις..οι φήμες λένε..
-Πάψε..είμαστε σε κήδεία,πως μπορούν να το πιστεύουν αυτό,τα αδέρφια να αγαπίουνται έτσι αύτο είναι άρρωστημένο..επιπλέον τα δίδυμα έχουν τον πιο δυνατό δεσμό απο όλους πόσο μαλλον αυτά που βρεθήκανε έπειτα..
-Συγνώμη..αλλά ξέρεις λένε οτι τα δίδύμα στην προηγούμενη ζωή ήταν εράστες αλλα ο έρωτας τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ..
-Μην τα πιστεύεις αυτά..ιστόριες που λέγαμε μικρά είναι και τίποτα αλλο..

My tears are made of raindrops


Φορεσα τα καλά μου για να γιορτάσω τον θάνατο που έζησα εκείνη την ήμερα.Μουδιασμένη κάτω απο την βροχή να κοιτάζω του; παντες χωρίς να καταλαβαίνω τι κοιτάζω ..πάνω σε τι έχω θέσει τα μάτια μου.Σε ένα τίποτα πιθανόν.Ηταν η δευτερη φόρα που τον έχανα,η πρώτη ήταν όταν πέθανε και η δεύτερη όταν ξέχασα το πρόσωπο του για ένα δύο λεπτά που φάνηκαν αιώνας.
Οταν έμαθα οτί πέθανε είχαμε είμασταν ήδη χωριστα 2 χρόνια,καμία επαφή μεταξύ μας και ουτε το επιθυμούσα.Τον είδα στην εκκλησία και είπα τα συλληπητηριά μου στην κοπέλα του.
Ημουν 19 όταν τον γνώρησα.Αλλα η σχέση μας δεν ήταν τίποτα παραπάνω απο ένα κρεβάτι ,τσιγάρο και επιθυμίες..ετσι έλεγε.
Οποτε ήθελε στεκόταν έξω απο την πόρτα μου και περίμενε να του ανοίξω για να ξαπλώσει δίπλα μου όσο θα έγραφα οτι κατέκλειζε το μυαλό μου,φυσίκα δεν μπορούσα να γράψω και πολλά.Η παρουσία του ήταν ιδιαίτερα αισθητή ,στο σώμα μου και στην ψυχή μου.Ηθελα να κοιτάει μόνο εμένα,να ποθεί μόνο εμένα και να λατρέυει μόνο εμένα.Τον αγαπούσα,τον ποθουσα πολύ.Δεν θα πώ τα κλισέ "κάθε μου κύτταρο" θα πώ πολύ απλα οτι ζούσα τις ήμερες που ερχόταν σε μένα σαν ένα γατί που έβρισκε τον δρόμο του για το σπίτι και πέθαινα κάθε πρωι που ξύπναγε,μου έφτιαχνε καφέ μου δινέ ένα φιλι και έφευγε..
'Εχουν περάσει 7 χρόνια απο τότε και σήμερα ακουσα ένα κομμάτι που συνήθιζε να ακούει,ήρθε μια σκηνή στομυαλό μου αλλά το προσώπο του ήταν θωλο,ξεχασμένο..αγνωστο σε μένα.Έφυγα τρέχοντας απο την δουλεία,δεν είχα ιδέα που έπρεπε να παω,να βρώ κατί που να μου τον θυμίζει..ανοιξα την καρδία μου διαπλατα και αρχίσα να την ψαχουλεύω ωσπου όλα άρχισαν να βγαίνουν ένα ένα στην επιφάνεια..οι καλές και οι κακές στιγμες.Και τότε θυμήθηκα το προσωπό του,αυτό που με έκανε να κλαίω μέσα μου κάθε φορά που μου λεγε για τις κοπέλες της ζωής του.Όλες πέρα απο μένα.Εγώ ήμουν το καταφύγιο ύστερα απο καθε υστερική τυπίσα..ύστερα μια απο αυτές τον μάγεψε και κατάφερε να τον κρατήσει.
Την τελευταία φορά που ήρθε ,μου έφτιαξε καφέ και κάθησε δίπλα μου.
-Εισαί καλή κοπέλα ,με μία ξεχωριστή όμορφια.Να μαγειρεύεις να τρώς καλά,και το πρωί που θα σηκώνεσαι να ποτίζεις τα λουλούδια,μην ξεχνάς να κλείνεις τον υπολογιστή σου και να κλειδώνεις την πόρτα σου.
Τον κοίταξα ..και ύστερα τον κοίταζα..γιατί ήξερα τι σήμαιναν τα λόγια του.
-Και να βρεις κάποιον να σου φτίαχνει καλύτερο καφέ απο μένα.
Με φίλησε και έφυγε.

Πολλοί μου φτιάξαν καφέ απο τότε...μα πάντα ήταν κρύος ή απλά ανοστός.Η απλά έγω δεν είχα πλέον γευσή.
Ουτε ο δίκος του ήταν κάτι το ιδιαίτερο αλλά ήταν ένας καφές μαζί του,φτιαγμένος απο εκείνον για εμένα.

Μέσα στην βροχή θυμηθηκα το μόνο ξεχωριστο που ζήσαμε εκτος δωματιου..
Κολύμπαγα στην λύμνη ένα βράδυ με τα ρούχα μου,θυμωμένη που δεν μπορούσα να εκφράσω τα συναισθηματά μου σε εκείνον..έκλαιγα αλλα το νερό έκρυβε την λύπη μου.Καλύπτε τα δαρκυα μου.Εκεί που δεν μπορούσα να πατήσω αποφάσισα να βουλίαξω..Και αυτό έκανα..Εβλεπα την ομορφία του φεγγαριου κάτω απο το νερό,ένω πάλευα να μείνω λίγα δευτερόλεπτα ακομά με τα μάτια ανοιχτά κάτω απο το νερό.Τον ένιωσα να σφίγγει την μέση του και τα πόδια του να γίνονται ΄ποδια μου ,καινα μου δίνουν ώθηση να ανέβω πάνω στην επιφάνεια.Δεν πάλεψα..αφέθηκα γιατί βρισκόμουν στα χέρια του.Ηταν αρκετό για να αναπνεύσω για τους δύο,να κλάψω για όλο τον κόσμο,να γελάσω για μια αιωνιότητα αφού ήταν αυτός εκεί τα πάντα γινόντουσαν..τα πάντα ήταν δύνατα.Όσο με στήριζε..

Η βρόχη έγινε η λίμνη εκείνη ..αλλα εκείνος δεν ήταν εκεί..υπήρχε οξυγόνο μα δεν ήθελα να αναπνεύσω..δεν είχα καν την δύναμη να πεθάνω..απλά στεκόμουν εκεί.Και ακόμα εκεί στέκομαι..και ας βρίσκομαι σπίτι μου και ας είμαι στο κρεβάτι μου.Έχω ξεχάσει πως να ζώ και το μόνο που θυμάμαι είναι η μυρωδία του καφέ που μου έφτιαχνε.Ζεστός ,γλυκός,μια πικρή όμως ανάμνηση

Sunday, February 13, 2011

Κάθε Τετάρη


Θα μπορούσες να πείς οτι για κάποιον λόγο είμαι αχάριστος και έχω αρκετό θράσος,φυσικά δεν θα έλεγα όχι. Είμαι ένα ανθρωπάκι -ολόκληρο τέρας-της διπλανής πόρτας. Τέρας γιατί κυριεύομαι απο εμμονές περίεργες,όπως η εμμονή μου με τον θάνατο. Έχω μια εξάρτηση σε αυτόν,βλέπεις έχω ζήσει την γέννηση ,την ζωή,αυτό που λένε μερικοί δημιουργία αφού έχω οικογένεια,το να μεγαλώνεις και διάφορα στάδια. Όλα αυτά καλά ως εδώ αλλά τι γίνεται όταν φτάνεις κοντά στον θάνατο...?Εκτιμάς την ζωή ε?Μονό που σε μένα συνέβη το αντίθετο καθώς εκτίμησα τον θάνατο. Τι εννοώ?Οτι ένιωσα να με συνεπαίρνει αυτό το συναίσθημα του φόβου,του τέλους,της περιέργειας για το μετέπειτα..το γεγόνος οτι σκεφτόμουν το παρελθόν χωρίς να υπάρχει μέλλον,οτί διασκέδαζα το σέξ με μια 17 χρόνη κοπέλα κοντά στην ηλικία της κόρης μου χωρίς να νιώθω ένοχος για το τι έκανα,οτι σκεφτόμουν οτι το τσιγάρο που καπνίζω είναι το τελευταίο και οτί δεν θα έχω χρεή και και και και..και άλλα τόσα και. Δεν θα έχω τίποτα απο όσα με εμποδίζουν απο το να είμαι ελεύθερος. Και αυτός ο ρόλος του θανατοποινίτη έβγαζε απο μέσα μου το κάθαρμα που έκρυβα και που είμαι.
Κάθε τετάρτη μετά την δουλεία έκλεινα διάφορα δωμάτια σε διάφορα ξενοδοχεία..και αφου έκανα οτι μου κατέβαινε στο μυαλό χωρίς να λογαριάζω και τελείωνα σαν κύριος τις δουλείες μου έβαζα σε εφαρμογή το πλάνο μου..Κάθε φορά και μια διαφορετική απόπειρα..έτσι για να έχουμε μια ποικιλία. Την δεύτερη φορά , γιατί η πρώτη ήταν ατύχημα και το έναυσμα, αποφάσισα να κρεμαστώ , κρεμάστηκα από κάτι που δεν ήταν σταθερό και σε λιγότερο απο δύο λεπτά θα γκρεμιζόταν..αν όχι τότε θα πέθαινα..γεγονός που θα ήταν άσχημο άλλα τί πιο άσχημο απο έναν άνθρωπο που χαραμίζει μια ζωή που άλλη θα σκότωναν για να είχαν. Ήμουν στο πάτωμα μισολιπόθυμος και κατακόκκινος απο την πίεση του σκοινιού,πιο δίπλα μου το φωτιστικό σπασμένο σε χίλια κομματάκια,συνήλθα ντύθηκα και πήγα σπίτι μου γιατί με περίμενε η οικογένεια μου να φάμε μαζί και κάπως έτσι ήταν η ζωή μου.
Τελικά το βαρέθηκα και αυτό ,όμως ένιωσα μια ανάγκη μέσα μου για κάτι περισσότερο..ήμουν περίεργος για την αντίδραση που έχουν οι άνθρωποι όταν φτάνουν κοντά στον θάνατο. Αλλό ένα πλάνο είχε σχεδιαστεί στο μυαλό.
Πρέπει να ήταν 8 και 10 σ' ένα ήσυχο μπαρ στο κέντρο της πόλης..μαθητές γυρνούσαν σπίτι αφού είχαν πρώτα περάσει την μέρα τους σε κάποιο μέρος άσκοπα..δεν ήξεραν να διασκεδάζουν. Μπήκε μέσα στο μαγαζί οπού την είχα δει και την προηγούμενη φορά. Ήταν 16 και όμως έψαχνε σε πολύ μεγαλύτερους της να κάνει το κέφι της..ούτε λεφτά ζήταγε ούτε τίποτα..αναρωτήθηκα τι ζήταγε απο έμας του μεγάλους και γιατί επέλεξε εμένα..αλλα μετά σκέφτηκα ο καθένας με τις παραξενιές του,ποιός είμαι εγώ για να μίλησω.
Κάθισε στο τραπέζι μου ,μου χαμογέλασε και πήρε το ποτήρι απ το χέρι μου,ήπιε λίγο απο το πότο μου και ύστερα άναψε ένα τσιγάρο..έμοιαζε πολύ μικρότερη απο οτι ήταν .
-Μου λειψες. μου είπε
-Θυμάσαι τό όνομα μου?την ρώτησα.
-Όχι αλλα θυμάμαι οτι από όλους ήσουν αυτός που μετά δεν μου είπες να μην πω τίποτα και δεν φοβήθηκες για τίποτα ...για αυτό σε θυμάμαι. Θέλεις να πάμε στο ξενοδοχείο..περάσαμε καλά την προηγούμενη φορά..
Κάλεσα την σερβιτόρα για να πληρώσω,και να φύγουμε καθώς εκείνη ετοιμαζόταν με το χαμόγελο της επιτυχίας.θα έκανε σέξ και σήμερα.

Η ώρα πέρασε ευχάριστα .Ήμασταν ένα παρα τις διαφορές μας ,και οι δύο είχαμε αυτό που θέλαμε,αλλα έγω δεν ήμουν ικανοποιημένος. ακόμη.. Ήταν ώρα για μένα να ξεκινήσω ..την αγκαλιά σα και την πήρα βίαια ξανά,έμοιαζε να το διασκεδάζει και αφέθηκε στα χέρια μου..γεγονός που έκανε την δουλεία μου πιο εύκολη.Μπορούσες να ακούσεις τις κραυγούλες που έβγαζε,ένω έμπηγε τα νύχια της πιο βαθία μέσα στο δέρμα μου..νόμιζε οτι απλά θα παίζαμε ένα πιο βιαίο παιχνίδι..Τα χέρια μου πλησίασαν το λαιμό της..τον άγγιξα και άρχιζα σιγά σιγά να σφίγγω ..τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα μα δεν αντιστάθηκε. δεν χτύπησε τα χέρια της.. έσφιξα πιο δυνατά..καμία αντίδραση όμως.Απλά στεκόταν εκεί..ξαπλωμένη το γυμνό της σώμα κάτω απο το δικό μου ενώ ήμουν ακόμη μέσα της..έκλεισε τα μάτια και περίμενε το τέλος!
Ο λαίμος της ανάμεσα στα χέρια μου,όλο το προσωπό της αντανακλόυσε την πίεση που ασκούσα σε αυτόν.Προσπαθούσα να την συντρίψω ,να την εξαφανίσω.Εκνευριζόμουν στην απραγεία της.Χαμογέλασε ενώ σιγά σιγά πλήσιαζε στο τέλος,ένιωθα τις κινήσεις,τα χέρια της να ανεβαίνουν στο ύψος του λαιμού μου,ώσπου άρχισε να με σφίγγει..Πιο δυνάτα και πιο δυνατά..Κανονικά θα έπρεπε να είχε σταματήσει να αναπνέει ,εκείνη όμως συνέχιζε.Με ένα χαμόγελο που με έλεγε οτι είχα χάσει το παιχνίδι. Εγώ είχα χάσει. Άρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου. Ξαφνικά φλόγες μας τύλιξαν.Εκείνη σηκώθηκε και έπεσε πάνω μου ,με τα χέρια τις να με πνίγουν.Οι φλόγες δεν μας καίγανε,παρ'όλα αυτά .Όλο το δωμάτιο σε φλόγες,κόκκινες φλόγες, άσπρες φλόγες,μαύρες φλόγες.Ψυχή μαύρη.Αυτό έβλεπα.Οι φλόγες ήταν οι φόβοι,η τύψεις που θα έπρεπε να νιώθω και όσα θα ήθελα να κάνω ακόμη..όσα φρικτά ήθελα να κάνω,το πόσο συχαινόμουν αυτόν το μουντό κόσμο.Ένιωθα έναν φρικτό πόνο και μια προσμονή για το τέλος.Γέλασε ένω τα χέρια μου πέσαν νεκρά .Είχε κερδίσει. Οι φλόγες μου μαστίγωναν το σώμα μου. Σκεφτόμουν οτι δεν ήταν το τέλος που ήθελα..Ήθελα να ήμουν εγώ ο κυρίαρχος του τέλος μου.Είχα χάσει ..μπροστά στην δική της παράνοια εγώ ήμουν ένα τίποτα...Οι φλόγες εξαφανίστηκαν και μαζί τους και εκείνη..και έμεινα εκεί γυμνός,προσπαθώντας να βρώ την αρχή του νήματος..Πως βρέθηκα εδώ ,τι κάνω εδώ?Εκείνη μου θύμιζε όσα μισώ..όσα αγαπούσα και τώρα μισώ. Ντύθηκα και σηκώθηκα και έφυγα..Την Τετάρτη θα δοκίμαζα κάτι καινούριο.

Wednesday, December 29, 2010

Teenage angst


Τρέχανε ενώ τα γέλια τους αντηχούσαν στους διαδρόμους. Πρέπει να ήταν γύρω στα 18 ή 19,κάθε τους βήμα ένα μύριζε πάθος για ζωή ,κάθε τους κίνηση έμοιαζε με τα φώτα μιας πόλης που ποτέ δεν κοιμάται. Ζωντάνια και μια θύελλα συναισθημάτων. Ένα τραγούδι τους συνόδευε,περίπλοκο και δυνατό, όπως οι σκέψεις τους.
-Ξέρεις που πάμε?την ρώτησε..
-Εγώ απλά σ'ακολουθώ..είπε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Την κοίταξε και την φίλησε ,για αυτούς κάθε μέρα είναι μοναδική,δεν υπάρχει αύριο,μόνο μελλοντικές προθέσεις που δίνουν ζωή σε αυτή την λέξη.Αύριο.Η ζωή ήταν όλη δική τους σήμερα.
Φτάσανε στον τελευταίο όροφο του κτηρίου,όλη η πόλη γυμνή στα μάτια τους κάτω τον ουρανό που ήξερε τις προθέσεις τους. Πήρε το χέρι της και το φίλησε ύστερα το κράτησε στο δικό του, πλησίασαν το κάγκελα,και κοιτάχτηκαν. Καθίσαν εκεί ακίνητοι,μίλαγαν χωρίς να ακούγεται η φωνή, μίλαγαν οι καρδιές τους σαν μια.
-Θυμάσαι τότε που σε γνώρισα?Ήσουν 16 και ήθελες να πάρεις εκείνο το δαχτυλίδι μα δεν είχες λεφτά,σε πήρα απ΄το χέρι χωρίς να ξέρεις ,χωρίς να με ξέρεις και τρέξαμε προς την έξοδο,ενώ η πωλήτρια μας κυνηγούσε μαζί με την ασφάλεια..το θεώρησες αστείο ,και κάπου εκεί σε ερωτεύτηκα. Eρωτεύτηκα εσένα και την ανάγκη σου για ελευθερία. Σου έδωσα το δαχτυλίδι και έφυγα αλλά με βρήκες από μόνη σου.
-Σε εκείνη την συναυλία σε είδα να τραγουδάς δυνατά,κατάλαβα ότι ήσουν εσύ,σε πλησίασα και αυτή την φορά σε τράβηξα εγώ από το χέρι,φύγαμε ,ήπιαμε,σε ένιωσα και με ένιωσες και φύγαμε πάλι,γίναμε ένα μαζί με ορμόνες,ουσίες,αλκοόλ και μπόλικα όνειρα,θέλω και ανάγκες. Εσύ είσαι εγώ και εγώ είμαι εσύ. Αυτό μου είπες..εγώ σε ακολουθώ.
-Φοβάσαι?
-Δεν θα ήταν ωραία αν δεν φοβόμουν,δεν θα ήμουν άνθρωπος αν δεν φοβόμουν.
-Τι φοβάσαι?
-Eάν υπάρχει ζωή, εάν υπάρχει κόλαση και παράδεισος δεν θα είμαστε μαζί.
-Ακόμα και αν δεν είμαστε μαζί θα έρθω να σε βρω και θα τρέξουμε πάλι..Γιατί αυτό κάνουμε . Κρατιόμαστε και τρέχουμε.Φεύγουμε.Πάμε σε καλύτερα μέρη,ζούμε και αναπνέουμε,είμαστε δεμένοι με μια λεπτή κόκκινη κλωστή..
Του χαμογέλασε. Όλο το πρόσωπο της έλαμψε και ο φόβος έφυγε με μιας..
Έκαναν ένα -δύο - τρία βήματα και πέσανε..αυτό που για εμάς κρατάει δευτερόλεπτα για αυτούς φάνηκε αιώνας μέχρι να φτάσουν στον πάτο και να πετάξουν και οι δύο μαζί σαν τα κλουβιά τους να πέσανε και να σπάσανε .Αυτό που τους κρατούσε αιχμάλωτους,αυτή η πόλη ήταν ένα τίποτα πια.
-Μ αρέσει όπως κυματίζουν τα μαλλιά σου..μακάρι να κράταγε λίγο ακόμα η πτώση για να μπορώ να σε κοιτάζω..να γελάω
-Είδες? Πάλι γελάμε,τίποτα δεν παίρνουμε στα σοβαρά..ακόμα και αν πεθαίνουμε..
-Για αυτό γελάμε ακόμη..
Τα ουρλιαχτά των ανθρώπων τριγύρω συνόδευαν το τραγούδι τους..ένα δυνατό τραγούδι που σταματάει απότομα μόνο για να συνεχίσει ακόμα πιο δυνατό και έντονο..τα σώματα τους ακόμη ζεστά και αν κάνεις ησυχία μπορεί να ακούσεις και τον χτύπο της καρδίας τους. Το αίμα τους είχε χρώματα και τα χέρια τους ήταν ακόμη ενωμένα..Τώρα είναι κάπου και γελάνε με εμάς ενώ ανταλλάσσουν ανταλλάσσουν στόμα με στόμα το αλκοόλ , χορεύουν και τραγουδάνε τα δικά τους τραγούδια.

Monday, November 1, 2010

Underneath your covers


Κοιμόταν σε εκείνο το μικρό κρεβάτι, τόσο ήρεμη ,θαρρείς πως ήταν νεκρή. Καθόμουν δίπλα της, αν και το μυαλό μου θολό από την κούραση και το κλάμα θυμάμαι ότι ήμουν εκεί δίπλα της. Για μια στιγμή, ίσως και λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, μια τόσο δα στιγμή, έκλεισα τα μάτια μου, μα έπειτα δεν κατάφερα να τα ανοίξω...

Είμαι μέσα της, ζω ότι ζει ,βλέπω αυτό που βλέπει, μα αυτό που βλέπει με τρομάζει, και εκείνη το ίδιο, το νιώθω από την καρδιά μας-την καρδία της που χτυπάει τόσο δυνατά όπως το τύμπανο στις στρατιωτικές παρελάσεις που έβλεπα μικρή και κρυβόμουν πίσω από την μαμά μου, ένας ήχος τρομαχτικός σαν να φέρνει κάτι κακό κάτι μισητό κάτι τραγικό...

Ήταν σε μια μικρή γιορτή, μικρή και εκείνη..μπαλόνια παντού, μεταξωτά τραπεζομάντηλα, και ραγισμένα σερβίτσια με κρύο τσάι .Οι καλεσμένοι ήταν παιδία και εκείνα,

μα τα πρόσωπα τους δεν μπορούσε να τα δει, κρυμμένα κάτω από μάσκες ζώων ,έπιασε το πρόσωπο της και αναρωτήθηκε γιατί δεν φορούσε μάσκα και η ίδια. Γύρισε να κοιτάξει αν υπάρχει καμιά μάσκα, ή δική της μάσκα ίσως δεν υπήρχε τίποτα..!Οι μουσικές σταμάτησαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι φωνές των παιδιών, αγριεμένες φωνές ,κραυγές, όλοι την κοίταζαν ,μα που ήταν η μάσκα της ,κοίταζε παντού και έτρεχε πανικόβλητη ,έψαχνε να βρει την μάσκα της, τα παιδία την πλησίαζαν όλο και πιο πολύ, τα χέρια τους, όπλα τους και οι κραυγές τους ήχοι που της προκαλούσαν τρόμο..και ας ήταν παιδία όπως εκείνη..οι κανόνες του παιχνιδιού επέβαλαν να φοράει μάσκα..

Άρχισε να τρέχει μέσα στο σπίτι, ανέβαινε τις σκάλες μα τα σκαλιά δεν τελείωναν ποτέ, και οι κραυγές μετατράπηκαν σε γέλια..Το γέλιο είναι πιο τρομαχτικό όμως, άρχισε να κλαίει, τα δάκρυα της γινόντουσαν ένα με την ατμόσφαιρα, με την παρακμή, με μια λανθασμένη ιδέα της αθωότητας, της χαράς ..αυτό το πάρτι ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο ήταν ο χαμένος εν αγνοία της, άκουγε τα βήματα τους πίσω της και μόνο τότε είδε την πόρτα στον ορίζοντα. Ένα παιχνίδι με αντίπαλο τους φόβους τους ίδιους, όσο κρυβόταν τόσο πιο παγιδευμένη ήταν..Άνοιξε την πόρτα, και την έκλεισε πίσω της, την κλείδωσε και έμεινε εκεί να πάρει μια ανάσα..τίποτα δεν είχε τελειώσει ,τίποτα δεν είναι τόσο απλό και τόσο εύκολο...Το πόμολο ταρακουνιόταν και δεν θα άντεχε πολύ ακόμα στην προσπάθειά τους να ανοίξουν την πόρτα..Βρήκε την ντουλάπα, μπήκε μέσα την στιγμή που η πόρτα άνοιξε, λυσσασμένα τρέχανε να την βρουν..Χτυπάγανε την ντουλάπα, και με τα νύχια τους χάραζαν τα φύλα, έκλεισε τα αυτιά της για να μην τους ακούει, μέτρησε από το 10 και αντίστροφα..τα γέλια ακόμα πιο δυνατά σαν να γελάγανε με τον φόβο της, το σώμα της τρανταζόταν από λυγμούς μα δεν επέτρεπε στον εαυτό της να ουρλιάξει, και μαζί με εκείνη μέτραγα και εγώ..10..9..8 και μια μία πληγή εμφανιζόταν στα χέρια της. Και όσο μέτραγε τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν..και τα γέλια συνέχιζαν πιο δυνατά ,θαρρείς πως αυτοί που γελάγανε έβλεπαν τον κλόουν να τους διασκεδάζει θυσιάζοντας τον εαυτό του, μα ναι στις μέρες μας είναι τόσο διασκεδαστικό η παρακμή ενός ανθρώπου, ειδικά όταν δείχνει τα συναισθήματα του, όταν λυγίζει και σπάει ,τότε το κοινό ζητωκραυγάζει..!Και 3..2...1 τα γέλια σταμάτησαν και τίποτα δεν ακουγόταν πέρα από την ανάσα της και τον ήχο των δακρύων της, και αυτά αφήναν σημάδια σαν να ήταν πληγές..βαθιά στη σάρκα. άνοιξε το ένα φύλο της ντουλάπας..κοίταξε απέξω ..κανείς! Βγήκε σιγά..σιωπηρά μην την ακούσουν και ξαναγυρίσουν, στον καθρέφτη απέναντι είδε το είδωλό της, χέρια πληγωμένα, τσαλακωμένο φόρεμα και μάτια κόκκινα, η έκφραση του τρόμου θα μείνε για πάντα στο πρόσωπο της όπως οι πληγές στα χέρια της..Κοίταξε γύρω της μα δεν είδε κανένα, μόνο μάσκες πεταμένες στο πάτωμα, σπασμένες στα δύο, κοίταξε κάτω από το κρεβάτι να δει αν είναι εκεί ,οι μεταμφιεσμένοι φόβοι της, κοίταξε και κάτω από τα σκεπάσματα, μα και εκεί δεν ήταν κανείς, κουρασμένη μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα και 10...9...8..7 και την πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος βαθύς!

Και άνοιξα τα μάτια μου, και μέτρησα δέκα πληγές στα χέρια μου..και 1..2...3..4.