Wednesday, December 29, 2010

Teenage angst


Τρέχανε ενώ τα γέλια τους αντηχούσαν στους διαδρόμους. Πρέπει να ήταν γύρω στα 18 ή 19,κάθε τους βήμα ένα μύριζε πάθος για ζωή ,κάθε τους κίνηση έμοιαζε με τα φώτα μιας πόλης που ποτέ δεν κοιμάται. Ζωντάνια και μια θύελλα συναισθημάτων. Ένα τραγούδι τους συνόδευε,περίπλοκο και δυνατό, όπως οι σκέψεις τους.
-Ξέρεις που πάμε?την ρώτησε..
-Εγώ απλά σ'ακολουθώ..είπε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Την κοίταξε και την φίλησε ,για αυτούς κάθε μέρα είναι μοναδική,δεν υπάρχει αύριο,μόνο μελλοντικές προθέσεις που δίνουν ζωή σε αυτή την λέξη.Αύριο.Η ζωή ήταν όλη δική τους σήμερα.
Φτάσανε στον τελευταίο όροφο του κτηρίου,όλη η πόλη γυμνή στα μάτια τους κάτω τον ουρανό που ήξερε τις προθέσεις τους. Πήρε το χέρι της και το φίλησε ύστερα το κράτησε στο δικό του, πλησίασαν το κάγκελα,και κοιτάχτηκαν. Καθίσαν εκεί ακίνητοι,μίλαγαν χωρίς να ακούγεται η φωνή, μίλαγαν οι καρδιές τους σαν μια.
-Θυμάσαι τότε που σε γνώρισα?Ήσουν 16 και ήθελες να πάρεις εκείνο το δαχτυλίδι μα δεν είχες λεφτά,σε πήρα απ΄το χέρι χωρίς να ξέρεις ,χωρίς να με ξέρεις και τρέξαμε προς την έξοδο,ενώ η πωλήτρια μας κυνηγούσε μαζί με την ασφάλεια..το θεώρησες αστείο ,και κάπου εκεί σε ερωτεύτηκα. Eρωτεύτηκα εσένα και την ανάγκη σου για ελευθερία. Σου έδωσα το δαχτυλίδι και έφυγα αλλά με βρήκες από μόνη σου.
-Σε εκείνη την συναυλία σε είδα να τραγουδάς δυνατά,κατάλαβα ότι ήσουν εσύ,σε πλησίασα και αυτή την φορά σε τράβηξα εγώ από το χέρι,φύγαμε ,ήπιαμε,σε ένιωσα και με ένιωσες και φύγαμε πάλι,γίναμε ένα μαζί με ορμόνες,ουσίες,αλκοόλ και μπόλικα όνειρα,θέλω και ανάγκες. Εσύ είσαι εγώ και εγώ είμαι εσύ. Αυτό μου είπες..εγώ σε ακολουθώ.
-Φοβάσαι?
-Δεν θα ήταν ωραία αν δεν φοβόμουν,δεν θα ήμουν άνθρωπος αν δεν φοβόμουν.
-Τι φοβάσαι?
-Eάν υπάρχει ζωή, εάν υπάρχει κόλαση και παράδεισος δεν θα είμαστε μαζί.
-Ακόμα και αν δεν είμαστε μαζί θα έρθω να σε βρω και θα τρέξουμε πάλι..Γιατί αυτό κάνουμε . Κρατιόμαστε και τρέχουμε.Φεύγουμε.Πάμε σε καλύτερα μέρη,ζούμε και αναπνέουμε,είμαστε δεμένοι με μια λεπτή κόκκινη κλωστή..
Του χαμογέλασε. Όλο το πρόσωπο της έλαμψε και ο φόβος έφυγε με μιας..
Έκαναν ένα -δύο - τρία βήματα και πέσανε..αυτό που για εμάς κρατάει δευτερόλεπτα για αυτούς φάνηκε αιώνας μέχρι να φτάσουν στον πάτο και να πετάξουν και οι δύο μαζί σαν τα κλουβιά τους να πέσανε και να σπάσανε .Αυτό που τους κρατούσε αιχμάλωτους,αυτή η πόλη ήταν ένα τίποτα πια.
-Μ αρέσει όπως κυματίζουν τα μαλλιά σου..μακάρι να κράταγε λίγο ακόμα η πτώση για να μπορώ να σε κοιτάζω..να γελάω
-Είδες? Πάλι γελάμε,τίποτα δεν παίρνουμε στα σοβαρά..ακόμα και αν πεθαίνουμε..
-Για αυτό γελάμε ακόμη..
Τα ουρλιαχτά των ανθρώπων τριγύρω συνόδευαν το τραγούδι τους..ένα δυνατό τραγούδι που σταματάει απότομα μόνο για να συνεχίσει ακόμα πιο δυνατό και έντονο..τα σώματα τους ακόμη ζεστά και αν κάνεις ησυχία μπορεί να ακούσεις και τον χτύπο της καρδίας τους. Το αίμα τους είχε χρώματα και τα χέρια τους ήταν ακόμη ενωμένα..Τώρα είναι κάπου και γελάνε με εμάς ενώ ανταλλάσσουν ανταλλάσσουν στόμα με στόμα το αλκοόλ , χορεύουν και τραγουδάνε τα δικά τους τραγούδια.

No comments:

Post a Comment